- ιχνοπατώ
- ἰχνοπατῶ, -έω (AM)μσν.ακολουθώ τα ίχνη ή, δ. ερμ., πατώ πάνω σε κάποιον («καὶ νὰ ἰχνοεπάτησες αὐθεντικὰ εἰς ἐμέναν», Λίβ. και Ροδ.)αρχ.πατώ, βαδίζω, βηματίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + πατῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ίχνος — το (AM ἴχνος) 1. το αποτύπωμα τού ποδιού στο έδαφος, πατημασιά, χνάρι 2. κάθε σημάδι, αποτύπωμα ή άλλη ένδειξη που αφήνει κάποιο αντικείμενο («ίχνη τροχών») 3. μτφ. για αφηρημένες έννοιες) υπόλειμμα, λείψανο, απομεινάρι (α. «ίχνη πανάρχαιου… … Dictionary of Greek
ιχνοποδοπατώ — ἰχνοποδοπατῶ, έω (Μ) ιχνοπατώ*, πατώ πάνω σε κάποιον … Dictionary of Greek